Ιαλυσός

Ιαλυσός
Πόλη (υψόμ. 10 μ., 10.107 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, στη δυτική πλευρά του όρους Φιλέρημος, 14 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Δωδεκανήσου. Η πόλη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά θέρετρα του νησιού. Στην Ι. συγκεντρώνονται οι μεγαλύτερες ξενοδοχειακές μονάδες της Ρόδου, οι οποίες συμβάλλουν αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη του νησιού. Ιστορία. Η Ι. συγκαταλέγεται στις τρεις παλαιότερες πόλεις του νησιού και ανήκε στη λεγόμενη δωρική Εξάπολη· ωστόσο, έχασε τη σπουδαιότητά της με την ίδρυση της Ρόδου (408 π.Χ.). Στους πρόποδες του όρους Φιλέρημος, κοντά στους Αγίους Τριάντα, ανασκάφτηκε μεγάλη υστερομυκηναϊκή νεκρόπολη καθώς και μυκηναϊκός οικισμός. Στην ακρόπολη, που ονομαζόταν Αχαΐα, υπάρχουν τα ερείπια ενός ελληνιστικού, τετράστυλου δωρικού ναού της Αθηνάς Πολιάδας και του Δία Πολιέα, ο οποίος ήταν χτισμένος πάνω σε παλαιότερο ναό του 6ου αι. π.Χ. Στη νότια πλαγιά του όρους βρίσκεται μία μνημειώδης δωρική κρήνη του 4ου αι. π.Χ. Επιπλέον, στην ίδια περιοχή ανακαλύφθηκαν τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα Ερθειμίου και ενός θεάτρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἰαλυσός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰάλυσος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαλυσός — Sp Jalisas Ap Ιαλυσός/Ialisos L Graikija (P. Sporadų ss.) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ιάλυσος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Κέρκαφου και της Κυδίππης και εγγονός του Ήλιου. Ο Ι. ήταν ιδρυτής και ήρωας της Ρόδου. Οι αδελφοί του, Κάμειρος και Πίνδος, υπήρξαν επίσης ιδρυτές των ομώνυμων πόλεων του νησιού. Η κόρη του Ι., Σύμη, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Τριάντα (Ιαλυσός) — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Ἰαλύσω — Ἰάλυσος masc nom/voc/acc dual Ἰάλυσος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ялис — (Ίάλυσος) один из трех древнейших дорических городов на о ве Родосе и один из шести главных городов дорического союза …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἰαλυσοῦ — Ἰαλυσός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλυσῷ — Ἰαλυσός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλυσόν — Ἰαλυσός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”